- εξοχικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξοχή, που βρίσκεται έξω από την πόλη, υπαίθριος: Εξοχικό κέντρο.2. που γίνεται στην εξοχή: Εξοχικός περίπατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.